- χρησμολόγος, -ος, -ο
- 1. μάντης, προφήτης.2. αυτός που ασχολείται με την ερμηνεία των χρησμών.3. αυτός που συλλέγει χρησμούς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χρησμολόγος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμολόγος — ο / χρησμολόγος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που απαγγέλλει χρησμούς, μάντης 2. αυτός που ερμηνεύει χρησμούς νεοελλ. 1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η χρησμολόγος άτομο που συλλέγει χρησμούς, προκειμένου να τούς μελετήσει 2. πρόσωπο που αρέσκεται στην… … Dictionary of Greek
χρησμολόγω — χρησμόλογος uttering oracles masc/fem/neut nom/voc/acc dual χρησμόλογος uttering oracles masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) χρησμολόγος masc/fem/neut nom/voc/acc dual χρησμολόγος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμολόγοις — χρησμόλογος uttering oracles masc/fem/neut dat pl χρησμολόγος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμολόγον — χρησμολόγος masc/fem acc sg χρησμολόγος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμολόγου — χρησμόλογος uttering oracles masc/fem/neut gen sg χρησμολόγος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμολόγους — χρησμόλογος uttering oracles masc/fem acc pl χρησμολόγος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμολόγων — χρησμόλογος uttering oracles masc/fem/neut gen pl χρησμολόγος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμολόγῳ — χρησμόλογος uttering oracles masc/fem/neut dat sg χρησμολόγος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμολόγε — χρησμολόγος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)